ηλιολάτρης

ηλιολάτρης
ο , ηλιολάτρισσα [-ις (-ιδος)] η солнцепоклонн|ик, -ица

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ηλιολάτρης" в других словарях:

  • ηλιολάτρης — ηλιολάτρης, ο και ηλιολάτρισσα, η αυτός που λατρεύει τον Ήλιο ως θεό: Όλοι σχεδόν οι λαοί της αρχαιότητας ήταν ηλιολάτρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλιολάτρης — ο, θηλ. ηλιολάτρισσα (Μ ἡλιολάτρης, θηλ. ἡλιολάτρις) αυτός που λατρεύει τον ήλιο ως θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + λατρης (< λά τρον), πρβλ. ανθρωπο λάτρης, ειδωλο λά τρης] …   Dictionary of Greek

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • ηλιολατρικός — ή, ό [ηλιολάτρης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηλιολάτρη ή στην ηλιολατρία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»